χώσιμο

χώσιμο
τό
1) всовывание, засовывание; 2) вбивание, забивание, вколачивание; втыкание (в землю);

τό παλούκι θέλει περισσότερο χώσιμο — кол нужно вбить глубже;

3) втыкание, вонзание (лезвия ножа и т. п.);
4) закапывание, зарывание (в землю); засыпка (землёй и т. п.); 5) закладывание, засовывание (в какое-л. место); заваливание (чём-л.); 6) перен. прятанье, запрятывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χώσιμο" в других словарях:

  • χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… …   Dictionary of Greek

  • χώσιμο — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χώνω, το μπήξιμο. 2. τρύπωμα. 3. θάψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάψιμο — το [θάβω] 1. ταφή, ενταφιασμός 2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση …   Dictionary of Greek

  • κατάχωση — ἡ (AM κατάχωσις, ώσεως) [καταχώνω] το χώσιμο ενός πράγματος βαθιά μέσα στη γη, θάψιμο, καταχώνιασμα …   Dictionary of Greek

  • καταχώνιασμα — το [καταχωνιάζω] 1. θάψιμο, χώσιμο 2. απόκρυψη, εξαφάνιση …   Dictionary of Greek

  • μπήξιμο — το [μπήγω] βίαιη εισαγωγή ενός αντικειμένου κάπου, χώσιμο, κάρφωμα, ορμητική είσδυση …   Dictionary of Greek

  • πήξη — η / πήξις, εως,και ιων. ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι] 1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών 2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη 3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • χώση — η / χώσις, ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.) (| νεοελλ. χώσιμο αρχ. συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως …   Dictionary of Greek

  • είσδυση — η 1. εισχώρηση, χώσιμο. 2. είσοδος σε κάτι κρυφά, τρύπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάχωση — η το χώσιμο βαθιά στη γη: Ασχολείται με την κατάχωση της πατάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταχώνιασμα — το, ατος 1. καταβρόχθιση: Θα παχύνεις με τέτοιο καταχώνιασμα φαγητού. 2. χώσιμο κάποιου πράγματος στη γη: Νομίζει πως θα σώσει τις λίρες με το καταχώνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»